- αμαμηλίδα
- (hamamelis). Γένος φυτών της οικογένειας των αμαμηλιδιδών. Είναι εύρωστοι θάμνοι με φύλλα που το φθινόπωρο παίρνουν ωραίο κίτρινο χρώμα. Τα άνθη τους βγαίνουν τον χειμώνα κατευθείαν πάνω στα γυμνά κλαδιά και αποτελούνται από 4 πέταλα που μοιάζουν με μικρές ταινίες. O κάλυκάς τους έχει 4 σέπαλα. Γνωστότερα είδη: α. η μαλακή,ύψους 2-3 μ. με βαθύχρυσα άνθη και ευχάριστη μυρωδιά, και η α. η ιαπωνική,με κίτρινα άνθη και κοκκινοπόρφυρο κάλυκα.
Dictionary of Greek. 2013.